- ενθρομβούμαι
- ἐνθρομβοῡμαι, -όομαι (Α)1. (για αίμα) μεταβάλλομαι σε θρόμβους2. γεμίζω με θρομβωμένο αίμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενθρόμβωσις — ἐνθρόμβωσις, η (Α) [ενθρομβούμαι] η θρόμβωση τού αίματος … Dictionary of Greek